Η Ασυμβίβαστη Κατερίνα των Εξαρχείων
Πάθος, επανάσταση, αμφισβήτηση με μεγάλη
δόση μελαγχολίας… Να τι θα βρει κανείς στα ποιήματα της Γώγου. To
ξεκίνημα έγινε στο κινηματογραφικό πανί τη δεκαετία του ’60… Μικροί
ρόλοι, διακριτικό προφίλ. Ο τόπος όμως δεν την χωρούσε. Δεν της έφτανε.
Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει σωστά το ρόλο που της προόριζε η σόου μπιζ
της εποχής. Ευαίσθητη με τους περιθωριοποιημένους και εξαγριωμένη με
τους βολεμένους βρήκε καταφύγιο στην ποίηση. Όπως έχει ειπωθεί έκανε
ποίηση σε μια εποχή που οι άλλοι “ποιητές” έκαναν δημόσιες σχέσεις. Πάνω
απ’ όλα ήταν η ίδια ποίηση. Ανάμεσα σε χάπια, ποτά, σβησμένα τσιγάρα
και απόγνωση, φτωχογειτονιές, προδοσίες.
Εν αρχή ην ο Πόνος…
Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η
Ιούνη 1940. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία, εργάστηκε σε παιδικούς θιάσους
και στον κινηματογράφο, κυρίως σε ταινίες της Φίνος Φιλμς. Συμμετείχε σε
πολλές ταινίες («Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο/1959», «Άπονη
ζωή/1964», «Δεσποινίς Διευθυντής/1964», «Η δε γυνή να φοβείται τον
άντρα/1965», « Μια τρελή, τρελή οικογένεια»/ 1965, «Τι έκανες στον
πόλεμο Θανάση/1971» κ.ά.) χωρίς ποτέ να θέλει να ερμηνεύσει κάποιον από
τους βασικούς ρόλους.
Αργότερα πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Το
βαρύ πεπόνι» (Π. Τάσιου, 1977), για την οποία κέρδισε το Βραβείο
Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, «Παραγγελιά» (Π. Τάσιου, 1980 μέρος
της ταινίας βασίζεται σε ποιήματά της) και «Όστρια» (Α. Θωμόπουλου,
1984», ταινία για την οποία συνεργάστηκε στο σενάριο. Για την τελευταία
έλαβε το Κρατικό Βραβείο Ερμηνείας και μοιράστηκε το Βραβείο Σεναρίου με
τον Α. Θωμόπουλο.
Προκάλεσα με πάθος τη ζωή!
Η Κατερίνα Γώγου στρέφεται σιγά σιγά
στην ποίηση. Η σιωπή την πνίγει. Όπως είχε η ίδια δηλώσει σε παλιότερη
συνέντευξη της στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» , «γράφω για τον εαυτό
μου, από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη
ζωή. Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα.
Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να
γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στυλό. Τόσο πάθος είχα γι” αυτά που ήθελα
να πω. Δεν ξέρω πώς γράφουν οι άλλοι. Εγώ ζούσα και έγραφα» .
Πηγή έμπνευσης και υποκινητής των λέξεών
της αποτελούν οι άνθρωποι του περιθωρίου, η νεολαία που πνίγεται και
εξεγείρεται βίαια στα οδοφράγματα της Αθήνας. Τις ποιητικές συλλογές της
τις εικονογραφούσε από πορείες αλληλεγγύης σε ποινικούς κρατούμενους.
Τα ποιήματά της εκφράζουν όλες τις κατατρεγμένες και
ονειροπόλες ψυχές… τους καταραμένους ποιητές, τους χαμένους αντάρτες
πόλεων, όλους εκείνους που “έχουν πεθάνει τρελλοί, μόνοι, ξοφλημένοι, με μια σύριγγα στις φλέβες, κι όμως τόσο ωραίοι, τόσο μεγάλοι”!
“Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά. Kαι μετριέται πιάτο-πιάτο.
Mαζί με τα κομμάτια τους. Στον πάτο του φωταγωγού.
Η μοναξιά,η μοναξιά μας λέω.Για τη δική μας λέω.
Είναι τσεκούρι στα χέρια μας,που πάνω απ΄τα κεφάλια σας
γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει».
Η ποίησή της βγαίνει σα μια κραυγή που
επιχειρεί να ταρακουνήσει την απαθή κοινωνία που πέφτει παρατημένη σε
λήθαργο. Το αγοροκόριτσο του παλιού ελληνικού κινηματογράφου σταδιακά
βυθίζεται στην κατάθλιψη και τα σκοτάδια. Αγκαλιάζει τον πόνο της και τη
μοναξιά αλλά παραμένει “μάχιμη” και ελπίζει σε μια αλλαγή!
Αμέσως, με την εμφάνιση της πρώτης της ποιητικής συλλογής, ξεκίνησε, όπως γράφτηκε, η «μεταφορά» της «από τα πλατό της Φίνος στο πλατό των Εξαρχείων, χώροι απατημένης φαντασίας και οι δύο». Εξ αρχής άσκησαν γοητεία πάνω της «ο κόσμος του εξαναγκασμένου περιθωρίου» και «ο χώρος της μαχόμενης αναρχίας τροτσκιστικών καταβολών», αλλά, εν συνεχεία, καταβυθίστηκε «στην περιοχή των ευφορικών ουσιών» και «στην πολιτικοποιημένη, όπως όπως, ψυχεδέλεια».
Παρόλα αυτά όμως, σύμφωνα με τις
δηλώσεις του ίδιου του εκδότη της Θανάση Καστανιώτη, τα ποιητικά της
βιβλία πούλαγαν πάνω από 40.000 αντίτυπα, αριθμό που μέχρι τότε είχαν
πιάσει μόνο ο Ελύτης ή ο Ρίτσος τη μεταπολίτευση!
Το ποιητικό της έργο κυκλοφορεί σε επτά(7) ποιητικές συλλογές : α) «Τρία κλικ αριστερά» (εκδ. Καστανιώτη, 1978), β) «Ιδιώνυμο» (εκδ. Καστανιώτη, 1980), γ) «Το ξύλινο παλτό» (εκδ. Καστανιώτη, 1982), δ) «Απόντες» (εκδ. Καστανιώτη, 1986), ε) «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» (εκδ. Καστανιώτη, 1988), στ) «Νόστος» (εκδ. Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, 1990) και ζ) «Με λένε Οδύσσεια» (εκδ. Καστανιώτη, 2002 / μεταθανάτια έκδοση).
Είμαι ένα κομμάτι του ουρανού..
Η Κατερίνα αποφάσισε να γνωρίσει το
θάνατο ρίχνοντας μια ροκ εν ρολ βουτιά στις 3 Οκτώβρη 1993 με μια χούφτα
χάπια και αλκοόλ. Την βρήκε την επόμενη μέρα ένας φίλος της και την
άφησε στο νοσοκομείο χωρίς να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, την
αναγνώρισε 2 μέρες αργότερα η κόρη της.
“Πάει. Αυτό είταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
Μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
Βρώμικα Τζάμια
Κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα
Που σου΄ χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δε θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα”
Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Πάνω κάτω η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Η πολυσυλλεκτική έκδοση «Πάνω κάτω η
Πατησίων – Οι όψεις της μοναξιάς στην Κατερίνα Γώγου και 20 μελοποιημένα
ποιήματά της», που κυκλοφορεί με την επιμέλεια του Αγγελου Σφακιανάκη
και του Γιώργου Κορδέλλα, περιέχει σπάνιο φωτογραφικό υλικό, κείμενα
γραμμένα από τους Ολια Λαζαρίδου, Γιώργο Κορδέλλα, Γιώργο Δάγλα, Θωμαή
Ουζούνη, Γιώργο Μπαλούρδο, Αντώνη Καφετζόπουλο, Λίνα Καρανασοπούλου,
Παναγιώτη (Κάιν) Παπαδόπουλο και Αγγελο Σφακιανάκη. Εκτός αυτών μπορεί
να βρει κανείς μελοποιημένα αποσπάσματα από τις ποιητικές συλλογές
«τρία κλικ αριστερά», «Ιδιώνυμο», «Το ξύλινο παλτό», «Απόντες», «Με λένε
Οδύσσεια», «Νόστος». Πρόκειται ίσως για την πιο σημαντική προσπάθεια
προβολής του οργισμένου αγοροκόριτσου που χαρακτηρίστηκε ως
“Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων”.
Ερμηνεύουν οι:
Πάνος Κατσιμίχας, Σωκράτης Μάλαμας, Μάρθα Φριντζήλα, Όλια Λαζαρίδου, Μάκης Σεβίλογλου, Άρης Ζαρακάς, Magic de spell, Σαβίνα Γιαννάτου, Κώστας Χαριτάτος, Βασιλική Καρακώστα, Βαγγέλης Μαρκαντώνης, Λόλεκ, Κωνσταντίνος Βήτα, Παντελής Θεοχαρίδης, Ηλίας Λιούγκος, Εύα Λουκάτου, Ρίτα Αντωνοπούλου, Ματ σε δύο υφέσεις, Σπυριδούλα Μπάκα, Γεωργία Βεληβασάκη, Gaia, Τάκης Γραμμένος, Γιώργος Μάρτος, Βαγγέλης Κοντόπουλος.
Πάνος Κατσιμίχας, Σωκράτης Μάλαμας, Μάρθα Φριντζήλα, Όλια Λαζαρίδου, Μάκης Σεβίλογλου, Άρης Ζαρακάς, Magic de spell, Σαβίνα Γιαννάτου, Κώστας Χαριτάτος, Βασιλική Καρακώστα, Βαγγέλης Μαρκαντώνης, Λόλεκ, Κωνσταντίνος Βήτα, Παντελής Θεοχαρίδης, Ηλίας Λιούγκος, Εύα Λουκάτου, Ρίτα Αντωνοπούλου, Ματ σε δύο υφέσεις, Σπυριδούλα Μπάκα, Γεωργία Βεληβασάκη, Gaia, Τάκης Γραμμένος, Γιώργος Μάρτος, Βαγγέλης Κοντόπουλος.
«Με ρωτάνε, συχνά: Πώς ήταν η Κατερίνα;
Η Κατερίνα ήταν σαν όλους τους ανθρώπους: Πονούσε, φοβόταν, αγαπούσε, εξοργιζόταν, δινόταν, πλήγωνε και πληγωνόταν. Όμως, όλα σε βαθμό υπερθετικό. Η ευαισθησία και η σκληρότητα, η οργή και το έλεος, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια ήταν τα απρόβλεπτα εναλλασσόμενα πρόσωπα της Κατερίνας. Απρόβλεπτη· αυτό νομίζω πως είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό μπορεί να πει κανείς για “κείνη.
Η Κατερίνα ήταν σαν όλους τους ανθρώπους: Πονούσε, φοβόταν, αγαπούσε, εξοργιζόταν, δινόταν, πλήγωνε και πληγωνόταν. Όμως, όλα σε βαθμό υπερθετικό. Η ευαισθησία και η σκληρότητα, η οργή και το έλεος, ο εγωισμός και η ανιδιοτέλεια ήταν τα απρόβλεπτα εναλλασσόμενα πρόσωπα της Κατερίνας. Απρόβλεπτη· αυτό νομίζω πως είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό μπορεί να πει κανείς για “κείνη.
Τη θυμάμαι να γράφει μανιωδώς πάνω στη
γραφομηχανή της με το τσιγάρο να καίει στο τασάκι. Ή με την ακριβή πένα,
που της είχε χαρίσει ένας φίλος -θαυμαστής της. Ήταν αυτόματη η γραφή
της Κατερίνας, λίγες φορές έκανε διορθώσεις, κυρίως όταν διάβαζε το
γραπτό και δεν της «έβγαινε καλά» στο στόμα. «Δεν λέγεται», έλεγε «δεν
είναι καλό εδώ». Και το ξανάγραφε, προσπαθώντας να βρει το ρυθμό του. Με
έβαζε να της τα διαβάζω, να τα ακούσει και τσαντιζόταν όταν της
εντόπιζα τα πολλά ορθογραφικά λάθη, που έκανε.»
(Γιώργος Κορδέλλας, από την έκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου