Αλιεύοντας
Η
Ποίηση είναι πάνω από εμένα, εσένα, τον καθένα από ‘μας. Η Ποίηση είναι
η ανθρώπινη φωνή, στην καρδιά του χρόνου. Αρθρώνεται από εμένα ή εσένα,
αλλά δεν ανήκει σε κανέναν μας. Ανήκει σε όλους μας.
Αυτός ο χώρος δεν θέλω να είναι ένας χώρος όπου θα κοινοποιώ μόνο τους δικούς μου στίχους. Αγαπώ την Ποίηση πιο πολύ από τον εαυτό μου. Ή μάλλον όχι. Επειδή αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ την Ποίηση. Γιατί ποιος μπορεί να είναι ο εαυτός μου, χωρίς τον ποιητικό τόπο. Χωρίς την ποιητική συνθήκη. Μιλώ για την Ποίηση, αλλά στο μυαλό μου έχω την Τέχνη. Κι ακόμη πιο πέρα. Στην συνείδησή μου η Ποίηση είναι ταυτισμένη με την ποιητική σύλληψη του Κόσμου. Γιατί η Ποίηση δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι τρόπος ύπαρξης. Ματιάς. Σχέσης. Είναι γνώση. Μια άλλης τάξης διαμεσολάβηση της εμπειρίας. Γεννιέται από το βλέμμα μας. Και μέσα από το βλέμμα μας ξαναγεννάει τον κόσμο. Το πάθος, η έμπνευση, ο έρωτας, ο υπαρξιακός τρόμος, είναι όροι ποιητικοί. Όπως κι αν εκφράζονται, όπου κι αν απευθύνονται. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μοναχικός. Αφότου κατατεθεί αποτελεί τόπο χωρίς φράχτες. Προσβάσιμο από όποιον έχει ανάγκη να πιει από το νεράκι του –που μπορεί να είναι και νερό που καίει, έτερον εκάτερον. Του ποιήματος μετέχει ο αναγνώστης ισότιμα με τον ποιητή, στον βαθμό φυσικά που ο τελευταίος κατορθώνει να μετουσιώσει το βίωμά του σε παλμό. Και να εισχωρήσει στην φλέβα. Ναι. Η Ποίηση είναι ενέσιμο υλικό. Που ρέει ενδοφλέβια. Που μας κάνει -αν προσφέρουμε τον καρπό μας- αδελφοποιτούς.
Είναι γι’ αυτό που σ’ αυτό το μπλογκ δεν βάζω μόνο δικά μου ποιήματα, αλλά ό,τι με συγκινεί. Ό,τι με τρέφει και με κρατάει ζωντανή. Εγκαινιάζω σήμερα μια καινούρια ετικέτα, με τίτλο «αλιεύοντας», όπου θα φιλοξενώ τον λόγο άγνωστων και όχι καταξιωμένων ποιητών, που ανακαλύπτω είτε στο διαδίκτυο είτε σε έντυπη μορφή. Γιατί η Ποίηση δεν είναι σε καμμία περίπτωση, μικρόψυχη και ιδιοτελής. Όσο περισσότερο κοινωνείται, τόσο περισσότερο μετουσιώνεται σε σάρκα και αίμα του θαύματος που όλοι προσδοκούμε.
Μοναδικό κριτήριο, το διευκρινίζω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η δική μου συγκίνηση. Δεν διεκδικώ ούτε στο ελάχιστο ρόλο κριτικού. Θα βάζω απλά, απλούστατα, ό,τι βρίσκει τον τρόπο να μου μεταδώσει την μυστική του ταραχή.
(μια που, ξέχασα να πω, κάθε ποίημα είναι ένα κρυφό ερώτημα που ψάχνει την διατύπωσή του…)
Ελπίζοντας να μεταλάβετε την ανάσα του.
Επειδή η αγωνία είναι ίσως η πρώτη ύλη τού μαζί. Και του ιερού.
Το πρώτο ποίημα αυτής της σειράς είναι του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου (από την σελίδα του ζώνη του Ωρίωνα).
το χέρι
Απέναντι από το κρεβάτι μου
ο Λευκάτας.
η μετέωρη σκέψη μου άσπρος, κάτασπρος βράχος, στη
θάλασσα που πλημμυρίζει το δωμάτιο, και βασανίζεται από τα διαδοχικά
κύματα των φουρτουνιασμένων ωρών. Κι ακούγονται φθόγγοι
ελληνικοί καθώς αφρίζει το πέλαγο.
Τις αυγές
η Σαπφώ βάφει το Ιόνιο με το αίμα της
για να ξημερωθώ
πεσμένος μπρούμυτα στο παγωμένο πάτωμα,
και το απλωμένο χέρι μου, σαν σε προσπάθεια να προλάβει να κλείσει στη
χούφτα του την άμμο απ’ την κλεψύδρα όλων των αιώνων,
έχει
τα σημάδια που του άφησε αυτό που δεν πρόφτασε να κρατήσει.
Αυτός ο χώρος δεν θέλω να είναι ένας χώρος όπου θα κοινοποιώ μόνο τους δικούς μου στίχους. Αγαπώ την Ποίηση πιο πολύ από τον εαυτό μου. Ή μάλλον όχι. Επειδή αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ την Ποίηση. Γιατί ποιος μπορεί να είναι ο εαυτός μου, χωρίς τον ποιητικό τόπο. Χωρίς την ποιητική συνθήκη. Μιλώ για την Ποίηση, αλλά στο μυαλό μου έχω την Τέχνη. Κι ακόμη πιο πέρα. Στην συνείδησή μου η Ποίηση είναι ταυτισμένη με την ποιητική σύλληψη του Κόσμου. Γιατί η Ποίηση δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι τρόπος ύπαρξης. Ματιάς. Σχέσης. Είναι γνώση. Μια άλλης τάξης διαμεσολάβηση της εμπειρίας. Γεννιέται από το βλέμμα μας. Και μέσα από το βλέμμα μας ξαναγεννάει τον κόσμο. Το πάθος, η έμπνευση, ο έρωτας, ο υπαρξιακός τρόμος, είναι όροι ποιητικοί. Όπως κι αν εκφράζονται, όπου κι αν απευθύνονται. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μοναχικός. Αφότου κατατεθεί αποτελεί τόπο χωρίς φράχτες. Προσβάσιμο από όποιον έχει ανάγκη να πιει από το νεράκι του –που μπορεί να είναι και νερό που καίει, έτερον εκάτερον. Του ποιήματος μετέχει ο αναγνώστης ισότιμα με τον ποιητή, στον βαθμό φυσικά που ο τελευταίος κατορθώνει να μετουσιώσει το βίωμά του σε παλμό. Και να εισχωρήσει στην φλέβα. Ναι. Η Ποίηση είναι ενέσιμο υλικό. Που ρέει ενδοφλέβια. Που μας κάνει -αν προσφέρουμε τον καρπό μας- αδελφοποιτούς.
Είναι γι’ αυτό που σ’ αυτό το μπλογκ δεν βάζω μόνο δικά μου ποιήματα, αλλά ό,τι με συγκινεί. Ό,τι με τρέφει και με κρατάει ζωντανή. Εγκαινιάζω σήμερα μια καινούρια ετικέτα, με τίτλο «αλιεύοντας», όπου θα φιλοξενώ τον λόγο άγνωστων και όχι καταξιωμένων ποιητών, που ανακαλύπτω είτε στο διαδίκτυο είτε σε έντυπη μορφή. Γιατί η Ποίηση δεν είναι σε καμμία περίπτωση, μικρόψυχη και ιδιοτελής. Όσο περισσότερο κοινωνείται, τόσο περισσότερο μετουσιώνεται σε σάρκα και αίμα του θαύματος που όλοι προσδοκούμε.
Μοναδικό κριτήριο, το διευκρινίζω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η δική μου συγκίνηση. Δεν διεκδικώ ούτε στο ελάχιστο ρόλο κριτικού. Θα βάζω απλά, απλούστατα, ό,τι βρίσκει τον τρόπο να μου μεταδώσει την μυστική του ταραχή.
(μια που, ξέχασα να πω, κάθε ποίημα είναι ένα κρυφό ερώτημα που ψάχνει την διατύπωσή του…)
Ελπίζοντας να μεταλάβετε την ανάσα του.
Επειδή η αγωνία είναι ίσως η πρώτη ύλη τού μαζί. Και του ιερού.
Το πρώτο ποίημα αυτής της σειράς είναι του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου (από την σελίδα του ζώνη του Ωρίωνα).
το χέρι
Απέναντι από το κρεβάτι μου
ο Λευκάτας.
η μετέωρη σκέψη μου άσπρος, κάτασπρος βράχος, στη
θάλασσα που πλημμυρίζει το δωμάτιο, και βασανίζεται από τα διαδοχικά
κύματα των φουρτουνιασμένων ωρών. Κι ακούγονται φθόγγοι
ελληνικοί καθώς αφρίζει το πέλαγο.
Τις αυγές
η Σαπφώ βάφει το Ιόνιο με το αίμα της
για να ξημερωθώ
πεσμένος μπρούμυτα στο παγωμένο πάτωμα,
και το απλωμένο χέρι μου, σαν σε προσπάθεια να προλάβει να κλείσει στη
χούφτα του την άμμο απ’ την κλεψύδρα όλων των αιώνων,
έχει
τα σημάδια που του άφησε αυτό που δεν πρόφτασε να κρατήσει.
(το έργο είναι του Duane Keiser)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου