ΣΚΙΕΣ...
Το σπιτι ηταν μια παλια μονοκατοικια, καπου στο κεντρο της Αθηνας, κρυμμενη αναμεσα σε βρωμικες πολυκατοικιες, αυτοκινητα, θορυβο και καυσαεριο. Το ειχε χτισει ο παππους του Δημητρη όταν η Αθηνα ηταν ακομη εξοχη.
Ηταν παλιο και τωρα εμοιαζε σχεδον εγκαταλελειμενο, αν και ο Δημητρης εξακολουθει να ζει σ`αυτό. Ενας μεγαλος κηπος βρισκεται γυρω του, γεματος χαμοκλαδα και φυτα τα οποια εχουν μεγαλωσει επικινδυνα γυρω από την κεντρικη καγκελοπορτα και τους τοιχους του σπιτιου. Πετρινα σκαλοπατια γεματα ριζες μπροστα από την μεγαλη ξυλινη εισοδο και μεγαλα παραθυρα με μουχλιασμενα τζαμια.
Το σπιτι αυτό είναι ενας ολοκληρος κοσμος. Ενας κοσμος πολύ διαφορετικος από τον δικο μας, μια ολοκληρη ιστορια, μια ζωη, κρυμμενη καπου στη σκια…
Οι περαστικοι που περνουν παντα το κοιταζουν. Στεκονται μπροστα στην πορτα με τις ωρες. Αλλοι το κοιτουν με θαυμασμο, αλλοι με καποια καχυποψια και φοβο. Σ`ένα πραγμα συμφωνουν. Αυτό το σπιτι, δεν εχει θεση στο κεντρο της Αθηνας. Τα κανει όλα παραξενα. Αποκοσμα και παραμυθενια. Και οι Αθηναιοι δεν εχουν περιθωριο για παραμυθια. Δεν τους αρεσει αυτή η παραξενη ανατριχιλα, αυτό το ριγος που τους διαπερνα την πλατη και μονο με το κοιταγμα ή την σκεψη αυτου του σπιτιου. Κι όμως… ο Δημητρης, νιωθει τοσο ζεστα εκει.
Κι ο Δημητρης όμως είναι παραξενος ανθρωπος. Δεν εχει φιλους. Δεν βγαινει από το σπιτι παρα μονο σπανια. Ολοι οσοι τον ξερουν λενε πως εχει αδυνατισει πολύ και δειχνει τρομακτικα γερασμενος για την ηλικια του. Δεν είναι πανω από σαραντα. Οι γειτονες μιλουν για έναν ανθρωπο που ζωντας κρυμμενος στα μυστικα και τις σκιες του σπιτιου, εγινε κι ο ιδιος σκια.
Ο Δημητρης γεννηθηκε μεσα στο σπιτι, κι εκει μεγαλωσε, δεν εφυγε ποτε.
Ο παππους του σκοτωθηκε στον πολεμο του σαραντα, κι η γιαγια του, μην μπορωντας να αντεξει τον χαμο του κρεμαστηκε. Ο Δημητρης δεν τους γνωρισε ποτε, αλλα τους ειχε λατρεψει από παιδι, από τοτε που ακουγε ιστοριες γι`αυτους από την μητερα του, την κορη τους.
Η μητερα του Δημητρη, η Μαρινα, εμεινε μονη από πολύ μικρη, μην εχοντας κανεναν να την φροντισει. Βοηθεια ευρισκε μονο από τους γνωστους των γονιων της, οι οποιοι ολο και λιγοστευαν, δεν ηθελαν σχεσεις μαζί της. Ειδικα οι γυναικες. Η Μαρινα βλεπεις ηταν πολύ ομορφη και παντα θα ευρισκε τροπους να επιβιωσει. Ο Δημητρης δεν γνωρισε ποτε τον πατερα του, ουτε η Μαρινα ηξερε ποιος ηταν, δεν τον πολυενοιαζε όμως. Ειχε το σπιτι.
«Αυτό το σπιτι, είναι η ιστορια της οικογενειας μας», του ελεγε η μητερα του.
Ένα βραδυ, η Μαρινα δολοφονηθηκε από καποιον μεθυσμενο φιλο του πατερα της που ειχε εμφανιστει ξαφνικα για να ικανοποιησει τις σεξουαλικες του ορεξεις. Ο Δημητρης κοιμοταν στο διπλανο δωματιο. Τοτε ηταν δεκαεξι χρονων.
Από τοτε, ζει μονος του εκει.
Για χρονια κανεις στη γειτονια, δεν ειχε δει κανεναν άλλο σ`αυτό το σπιτι, εκτος από τον Δημητρη. Κανεις δεν ηξερε τι εκανε, ουτε πως ζουσε, αλλα και κανενας δεν τολμησε ποτε να πλησιασει και να ρωτησει.
«Το σπιτι ζει με τους νεκρους», ετσι ελεγαν. Κι αυτό πιστευαν και για τον Δημητρη.
Περασαν χρονια.
Οι περισσοτεροι ανθρωποι που ηξεραν την ιστορια του σπιτιου και των κατοικων του από την αρχη, ηταν τωρα νεκροι. Και παλι όμως, κατι στον αερα εκει περα μαρτυρουσε τα οσα ειχαν συμβει. Τα παιδια και οι νεοι, οσοι βρισκονταν στην ηλικια του Δημητρη δηλαδη, ποτε δεν πλησιαζαν, κι ετσι ο Δημητρης εμεινε μονος.
Μεχρι που εμφανιστηκε η Ελσα. Η Ελσα δεν ηταν από την Αθηνα. Κανεις δεν την ηξερε και κανεις δεν την ειχε ξαναδει ποτε. Εμφανιστηκε απροσδοκητα μια μέρα, μπηκε στη ζωη του Δημητρη και την αλλαξε για παντα. Ηταν ότι πιο ομορφο ειχε δει ποτε του. Παντα θεωρουσε ότι η μητερα του ηταν η πιο ομορφη γυναικα του κοσμου, ότι καμια δεν ηταν ανταξια της, αλλα η Ελσα… Η Ελσα την ξεπερνουσε με διαφορα. Λεπτη, με διαφανο δερμα, ξανθα μαλλια και πρασινα ματια. Όταν την ειδε ο Δημητρης φορουσε ένα λευκο αερινο φορεμα, που εκανε την αγγελικη παρουσια της να μοιαζει οπτασια. Αυτή η γυναικα ταιριαζε στη ζωη του Δημητρη. Θα ηταν το φως στις σκιες του. Η Ελσα ηταν ο πρωτος ανθρωπος που γνωριζε ο Δημητρης που δεν φοβηθηκε το σπιτι. Εμφανιστηκε στην πορτα του και χτυπησε το κουδουνι του σαν να εμπαινε στο οποιοδηποτε φυσιολογικο σπιτι. Ισως αυτό να ηταν και το λαθος της.
«Το σπιτι αυτο σκοτωνει τις γυναικες του», αυτό πιστευε ο Δημητρης.
Ηταν η πρωτη της μέρα στην Αθηνα. Βγηκε μια βολτα με το ποδηλατο –μονο με ποδηλατο κυκλοφορουσε- και χαθηκε μεσα στα στενα. Στριβοντας στο δρομο του σπιτιου του Δημητρη, επεσε σε μια λακουβα και ανοιξε το γονατο της. Χτυπησε την πορτα του για βοηθεια. Ετσι γνωριστηκαν. Ο Δημητρης της προτεινε να περασει μεσα, να φροντισει το ποδι της και μετα θα της εξηγουσε πως μπορουσε να φυγει. Μονο που η Ελσα δεν εφυγε. Ο ερωτας ηταν κεραυνοβολος. Έναν μηνα μετα παντρευτηκαν.
Εδειχναν αταιριαστοι, αλλα ισως να ηταν αυτό που τους εκανε τοσο ευτυχισμενους. Συμπληρωναν ο ενας τον άλλο. Δεν εκαναν παιδια, αλλα εζησαν παντα ευτυχισμενοι. Ηταν ένα ζευγαρι που ολοι τους εβλεπαν και τους ζηλευαν. Ειχαν αρχισει να πιστευουν πως αυτή η γυναικα θα ηταν η λυτρωση του σπιτιου, θα εσπαγε τον κυκλο του θανατου και θα του εδινε πισω τη ζωη.
Ετσι περασαν τα ονειρεμενα χρονια τους που μας φερνουν στο τωρα.
Στον Δημητρη, που ζει σ`ένα αδειο σπιτι με σκιες, που δειχνει ζωντανος νεκρος, που βγαινει εξω σπανια. Την περασμενη ανοιξη, ακριβως την μέρα της επετειου της γνωριμιας τους, η Ελσα σκοτωθηκε. Βρισκοταν λιγα μετρα μονο εξω από το σπιτι και δολοφονηθηκε από έναν ληστη που προσπαθησε να την κλεψει αλλα εκεινη αντισταθηκε.
Λενε πως ηταν περιεργη εκεινη η νυχτα. Ειχε μπει η ανοιξη αλλα ολη την νυχτα εβρεχε καταρρακτοδως ενώ τιποτα δεν ειχε προμηνυσει τετοιο καιρο από το πρωι. Ο αερας φυσουσε λυσσασμενος, αστραφτε και βροντουσε, το ρευμα ηταν κομμενο ωρες κι όλα αυτά ηταν ένα τοπικο φαινομενο, όπως ειπαν, λιγα τετραγωνα πιο περα δεν συνεβη τιποτα.
Οι κατοικοι των διπλανων σπιτιων ειπαν πως ολη την νυχτα ακουγαν ένα παραξενο κλαμα. Πως είναι το κλαμα μιας γατας που σ`ανατριχιαζει μεσα στη σιωπη, μονο που αυτό ηταν ανθρωπινο. Ακουγοταν από πολύ μακρυα, ξεπνοο αλλα επιμονο και σου τρυπουσε τα αφτια. Σου προξενουσε μια περιεργη θλιψη, μια παγωνια… Θα μπορουσε να είναι οτιδηποτε, αλλα δεδομενης της ιστοριας του σπιτιου και την δολοφονια της Ελσας εκεινο το πρωινο, ολοι θελησαν να πιστεψουν πως το κλαμα ηταν δικο της και πως ηταν από το σπιτι του Δημητρη. Άλλο ένα φαντασμα.
Ο Δημητρης από μικρο παιδι, ειχε μαθει να ζει με τα φαντασματα. Ηταν μερος της ζωης του, ισως και να τα αγαπουσε. Ποτε δεν τα φοβηθηκε, ποτε δεν επαθε τιποτα απ`όλα αυτά που παθαινει κανεις στους διαφορους θρυλους για στοιχεια… Ηταν τα φαντασματα της οικογενειας του, η ιστορια του, και τ`αγαπουσε. Πολλες φορες μαλιστα, τους χειμωνες, όταν όλα εξω ηταν παγωμενα, από εκεινο το σπιτι εμοιαζε να βγαινει ένα φως, ένα φως κιτρινοκοκκινο και ζεστο κι ακουγοντουσαν διαφορα παλια τραγουδια εποχης και βιολια που θα μπορουσαν να ακουστουν μονο από γραμμοφωνα, ο Δημητρης όμως παντα ελεγε πως το γραμμοφωνο του παππου ηταν χαλασμενο, κι επρεπε να το πεταξει. Δεν το πεταξε ποτε όμως γιατι αυτό του κρατουσε συντροφια εκεινες τις κρυες νυχτες. Κι ας μην ηξερε το πώς…
Αυτόν τον τελευταιο χειμωνα όμως, μετα τον θανατο της Ελσας, όλα αλλαξαν. Το σπιτι ερημωσε και παγωσε. Η αιγλη του από παραξενη εγινε τρομακτικη. Κανενα φως, καμια μουσικη, καμια ζεστασια ολο τον χειμωνα. Μονο εκεινο το ανατριχιαστικο κλαμα, κάθε μηνα στις 26 -26 Μαϊου, δολοφονηθηκε η Ελσα.
Τον Δημητρη οι κατοικοι τον βλεπουν σπανια πια, κι όταν τον βλεπουν παντα είναι στα μαυρα, κουρασμενος, αξυριστος, και παντα πιο αδυνατος από την τελευταια φορα. Τα ματια του είναι κουρασμενα, αυπνα και κοκκινα. Εχουν αρχισει να τον φοβουνται παρολλο που ποτε του δεν πειραξε κανεναν. Πολλοι λενε πως μαλλον θα πεθανε κι αυτος, κι αυτος που βλεπουν είναι άλλο ένα φαντασμα, ξερουν όμως πως δεν είναι ετσι, τα φαντασματα δεν κυκλοφορουν στο φως της μερας.
Εκεινη την νυχτα, φυσουσε παρα πολύ, κι ο ουρανος ηταν σκοτεινος από πολύ νωρις. Ο Δημητρης ειχε ξαπλωσει και το σπιτι ηταν πιο σκοτεινο απ`ότι συνηθως. Μονο μια λαμπα ηταν αναμενη στο δωματιο του και το λιγοστο φως του δρομου που τρεμοπαιζε εκνευριστικα. Ξαπλωμενος στο κρεββατι ακουγε τον αερα να χτυπαει τα τζαμια και τους τοιχους, το παραθυροφυλλο να χτυπαει και διαφορα περιεργα τριξιματα σε κάθε ειδος ξυλου που υπηρχε στο σπιτι.
Σηκωθηκε να κλεισει το παραθυρο. Δυσκολευτηκε, η αντισταση του αερα ηταν μεγαλη. Όταν γυρισε, ειδε το φως της λαμπας στο δωματιο του να τρεμοπαιζει. Ξανα και ξανα, μεχρι που εσβησε. Ένα δυνατο ρευμα αερα ανοιξε και παλι το παραθυρο και την πορτα στο βαθος. Ο Δημητρης κοιταξε προς τα`κει και ειδε το φως του διαδρομου που τοση ωρα ηταν κλειστο να τρεμοπαιζει κι αυτό τωρα. Δεν ενιωσε φοβο, το μονο που σκεφτηκε ηταν ότι οι ιστοριες που μουρμουριζαν οι κατοικοι πισω από την πλατη του ηταν αληθεια. Τοσα χρονια όμως εκεινος, δεν ειχε δει τιποτα το παραξενο, ότι κι αν ελεγαν οι αλλοι.
Προχωρησε στον σκοτεινο διαδρομο. Ένα φως φαινοταν να αχνοφεγγει στο σαλονι, αλλα όχι, δεν ηταν από λαμπα, ηταν ένα φως …περιεργο, πρασινοκιτρινο. Μπηκε στο σαλονι και παγωμενος αντικρυσε τη φιγουρα μιας κοπελας. Φορουσε ένα ασπρο φορεμα, κοιταζε εξω από το παραθυρο με την πλατη της γυρισμενη στον Δημητρη, ηταν ξυπολυτη κι εσταζε από την κορφη ως τα νυχια, πραγμα πολύ περιεργο μιας και δεν εβρεχε. Η κοπελα γυρισε και τον κοιταξε. Ο Δημητρης αναγνωρισε την μορφη της Ελσας και συνειδητοποιησε ότι το φως εβγαινε απ`αυτην, καμια λαμπα δεν ηταν αναμμενη. Τα ματια του γεμισαν δακρυα. Η κοπελα χαμογελασε αχνα και πλησιασε προς το μερος του. Σταθηκε μπροστα του και τον αγγιξε απαλα στο μαγουλο. Το χερι της ηταν παγωμενο.
«Ελσα;» καταφερε να ψελλισει ο Δημητρης.
«Πρεπει να μ`αφησεις να φυγω» του ειπε, κι η φωνη της βγηκε τραγουδιστη κι αποκοσμη.
«Να πας που;»
«Στο φως. Για να μπορεσουμε μια μέρα να ειμαστε ξανα ευτυχισμενοι»
«Ειμαστε ευτυχισμενοι»
«Μ`εχεις εγκλωβισει καπου αναμεσα στους κοσμους και μαζί μου εγκλωβιστηκες κι εσύ»
«Θελω να ειμαι μαζί σου!»
«Η αγαπη πολλες φορες είναι επικινδυνη. Η αγαπη σου με πνιγει, δεν μ`αφηνει να πεταξω. Κρατας την ψυχη μου σ`ένα κοσμο που δεν είναι πια δικος μου. Ασε με να φυγω, μονο ετσι θα μπορεσουμε να ξαναβρουμε αυτό που χασαμε»
«Μα δεν μπορω να σ`αφησω να φυγεις!»
«Αν δεν μ`αφησεις θα περιπλανιομαστε κι οι δυο για παντα σε δρομους παραλληλους, χωρις να συναντηθουμε ποτε»
«Παρε με εσύ μαζί σου»
«Θα ερθεις μονος σου όταν βρεις τη δυναμη να μ`αφησεις»
Ο Δημητρης απλωσε το χερι του σε μια προσπαθεια να αγγιξει το προσωπο της, αλλα δεν τα καταφερε. Η φιγουρα ηταν αυλη κι ειδε το χερι του να διαπερνα το προσωπο της και να βγαινει από την άλλη πλευρα.
«Βλεπεις; Δε μπορεις να με κρατησεις» του ειπε.
«Φοβαμαι»
«Δεν εχεις τιποτα να φοβηθεις. Η μοναδικη Κολαση που υπαρχει είναι αυτό το σπιτι που σε κραταει δεσμιο από τη μέρα που γεννηθηκες. Μονο φως εχει εκει εξω. Και δεν αφηνεις κανεναν από τους δυο μας να το φτασει»
«Χωρις εσενα φοβαμαι! Ποτε δεν ειδα το φως που μου λες…»
«Μα δεν είναι εδώ…»
«Τοτε που;»
«Καπου μακρυα. Οι αλλοι δεν εφυγαν γιατι ηθελαν να σε προστατευσουν, πεθαναν τοσο αδικα και φοβοντουσαν για σενα, αλλα εγώ… είναι τοσο ομορφα εκει! κι αν μ`αφησεις να παω, ξερω πως μια μέρα θα`ρθεις κι εσύ και τοτε όλα θα είναι πραγματικα υπεροχα»
«Πώς να σ`αφησω όταν σ`αγαπαω τοσο πολύ;»
«Ξερεις τον τροπο. Όταν παιρνεις τα χαπια δεν με βλεπεις»
«Δεν νιωθω τιποτα με τα χαπια, σε χανω ολο και πιο πολυ»
«Ποτε δεν με εχασες. Είμαι παντα εδώ, και θα ειμαι. Σ`αγαπαω…»
Η Ελσα φυσα μια παγερη ανασα προς το μερος του Δημητρη. Εκεινος την κοιτα ακινητος και δακρυσμενος. Κανει μια κινηση, μια τελευταια προσπαθεια να την αγγιξει, αλλα η Ελσα εχει εξαφανιστει. Βρισκεται μονος του σ`ένα αδειο σκοτεινο δωματιο.
Και ξαφνικα μια τοσο τρομακτικη σκεψη… Ποσο καιρο, ποσα χρονια ολοκληρα εχει περασει ολομοναχος μεσα σ`αυτό το αδειο σπιτι, σε αδεια δωματια, σε σκιες; Όχι! Η Ελσα εχει δικιο. Πρεπει να μπορεσει να φυγει, να παει σ`αυτό το μαγικο φως που κανει τους ανθρωπους ευτυχισμενους. Ετσι μονο θα ελευθερωθει και θα ελευθερωσει.
Εκανε μια κινηση να βγει από το δωματιο, αλλα ξαφνικα αισθανθηκε αδυναμος. Τα ποδια του δεν τον κρατουσαν. Σωριαστηκε στο πατωμα αλλα η αλλοιωμενη αντιληψη του δεν τον αφησε να καταλαβει ποσο εμεινε εκει. Ηταν ένα δευτερολεπτο μονο, ή αιωνες;
Δυο μηνες αργοτερα, οι κατοικοι της γειτονιας αναστατωθηκαν και παλι εξαιτιας του σπιτιου. Τον τελευταιο καιρο όλα εδειχναν ηρεμα, όχι κλαμματα, όχι καταιγιδες και παραξενα φωτα, τιποτα, -ουτε καν στις 26!- όλα ηταν … φυσιολογικα. Μεχρι εκεινη τη νυχτα. Κατι αγρια ουρλιαχτα και κραυγες βοηθειας εκαναν ολη τη γειτονια να βγει στα παραθυρα. Εντρομοι, ειδαν έναν νεαρο, ηταν δεν ηταν εικοσι, να βγαινει τρεχοντας από το σπιτι και να φωναζει βοηθεια. Ηταν απελπισμενος οσο και τρομαγμενος. Καποιος καλεσε την αστυνομια.
Ο νεαρος, ηταν ναρκομανης και μπηκε στο σπιτι με την ελπιδα να βρει κατι να κλεψει γιατι το ειδε ετσι παλιο και επιβλητικο και φανταστηκε πως θα ζουσαν τιποτα ζαμπλουτοι γεροι μεσα, όπως παραδεχτηκε ο ιδιος. Αντι γι`αυτό όμως, συναντησε το πτωμα ενός αντρα. Ηταν σαπιο, πρεπει να ειχε πεθανει αρκετο καιρο πριν και βρωμουσε. Το σπιτι μεσα ηταν αχουρι, βρωμικο, ακαταστατο και τρομακτικο. Προσπαθησε να βρει ένα τηλεφωνο να ειδοποιησει καποιον για το πτωμα και τοτε ολες οι πορτες, τα παραθυρα και τα ντουλαπια του σπιτιου αρχισαν να ανοιγοκλεινουν με θορυβο, κι εκεινος εφυγε τρεχοντας. Αυτά ειπε στην αστυνομια. Από τοτε, ολοι στην περιοχη ξερουν.
Το σπιτι είναι ερημο και αδειο, κι ετσι θα μεινει για παντα. Η παρουσια του Δημητρη όμως δεν θα φυγει ποτε. Θα μεινει εκει να θυμιζει σε ολους την ιστορια και θα φροντιζει ετσι ώστε ο κυκλος να μην κλεισει ποτε. Κάθε φορα που θα μπαινει μεσα ένας ξενος, ο κυκλος θα ανοιγει και θα προστατευει το σπιτι από τους εισβολεις. Το σπιτι παντα θα είναι μια διοδος, αναμεσα σ`αυτόν τον κοσμο και τον άλλο, των σκιων...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου