Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΟΓ :ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

13 Ιανουαρίου 2013

μελαγχολία


Αναποδιές στη ζωή μου έφεραν τα πάνω κάτω, σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα έπεσα πάνω σε στάχτες που όλα θάμπωσαν.
Μαύρισε ο ορίζοντας που από φωτεινός γέμισε μελαγχολία.
Τίποτα δεν μπορεί να είναι αλλιώς όπως ήταν πρώτα.
Τίποτα, όσο ζω μες στα χαλάσματα.
Στη σκέψη μου υπάρχει αυτή η στάχτη, να αιωρείται, να με πνίγει ο καπνός.
Κι αν έχυσα κόπο κι ιδρώτα κι αν έχυσα δάκρυ στον πόνο..
Έβαλα όνειρα τα βράδια μ’ ένα ποτήρι κρασί να τα διαβώ
μέσα στις μουσικές κοιτώντας τη χόβολη.
Γιατί έπλαθα χορούς στα μάτια μου να διαβάζω ταξίδια μακρινά.
Ήλπιζα στα κρυφά, ηδονή να μελετώ πίσω από τα τριξίματα..

Τώρα πιάνω τις στάχτες στον λιγοστό αέρα, τις μαζεύω και τις σκορπίζω.
Τσούζουν τα δάκρυα με τυραννούν, με καταδιώκουν να χυθούν.
Τ’ αφήνω να ξεθυμάνουν, τόσες ημέρες κρύβονταν στις χαρακιές.
Πίσω απ’ τα σίδερα της ζέστης, κενά χαμένα μαρτυρούν
τα αποτυπώματα στο ξεκίνημα της μέρας.
Ήλιος και παγωνιά στην ερημιά της ψυχής μου,
μες στο γιατί ένα παράπονο, γιατί, όλα σε μένα;

Ένα κλικ του εφιάλτη το αποτύπωμα με προκαλεί φυλακισμένο.
Στο ντουλάπι του χρόνου μέχρι να ‘ρθει η απάντηση
ένα παλάτι στην άμμο, δεν άντεχε το κλικ ξανά στον εφιάλτη.
Θέλω να φύγω.. σαν στάχτη σώμα μου να σκορπιστώ στον αέρα,
ταξίδι μακρινό στον ουρανό η ψυχή μου
μερόνυχτα, γιατί στη γη δεν το αντέχω άλλο να ζω
δίχως σκοπό δίχως χαρά, στη σκοτεινιά
πίσω από ευγένειες και ψέματα με τους ανθρώπους.

Μια βεντάλια, σκέπασε την ψυχή μου μελαγχολία.

tuki

17 Νοεμβρίου 2012

κι αυτό το Σαββατόβραδο..


Δεν βρίσκω τίποτα καλό, με λέξεις να το ντύσω
την αγωνία μου να σβήσω κι αυτό το Σαββατόβραδο..
Βουβό και που να πάω, δεν μου γλυκαίνει την καρδιά
το ένα πίσω απ’ το άλλο, συνωμοτεί εναντίον μου.

Μια πειστική δικαιολογία στο αύριο
ένα θα δούμε..,
άλυτο πρόβλημα διάφανο μ’ έπνιξε
το καπνισμένο τζάμι
οι στάχτες που μέσα κι απ’ έξω χόρευαν
κι η ψυχή μου αιωρούμενη τις έβλεπε.
Τι να ξεστομίσω και τι να πω,
δεν ήξερα, κάτι δεν πήγαινε καλά,
πριν νιώσω ζεστασιά πριν ακόμα χαρώ
η κατάσταση εντός μου και το κουδούνι
στην πόρτα μου το επιβεβαίωνε.
Πως να ξεσκάσω που νιώθω τιμωρημένη
όλα σε μένα δύσκολα φαντάζουν,
από τι να κρατηθώ;
Άσε με, ελπίδα λίγο να ζήσω,
μόνο για λίγο,
άνθρωπος είμαι κι όχι φάντασμα..
Είχα πιστέψει πως ο εφιάλτης με είχε αφήσει
μα δεν μ’ άφησε απλά με ξεγέλασε
τώρα με κοροϊδεύει..
Κι εσύ.. δεν μου άφησες λίγη λάμψη
να πάρω από σένα
τώρα που χάθηκε
το χρώμα απ’ το φεγγάρι.
Λίγες κουβέντες μόνο,
όσο να γεννηθούν οι ώρες μέσα μου
ζώντας τη ζωή των άλλων όσο να πω μια ιστορία,
που να μη φαντάζει άδεια σαν τη δική μου ζωή..

tuki

22 Οκτωβρίου 2012

ατέλειωτη νύχτα


Νύχτα θλίψης και περισυλλογής
οι ώρες κι οι στιγμές
τα λεπτά στο χρόνο,
οι θολωμένες σκέψεις μου
η αυριανή ημέρα..

Δυο μάτια θλιμμένα
σ’ ένα σώμα κούτσουρο
που πιάστηκε και δεν αποκρίνεται.
Μια ψυχή που όπως ήρθε
μπορεί να χαθεί.

Ποιος νοιάζεται,
αν με παιδεύει ο νους
αν δεν μπορεί να ξαποστάσει
αν μέσα μου πονάω..
στέρεψαν οι αντοχές
νότισαν τα μάτια απ’ την προσπάθεια
να κρατηθούν ανοιχτά
απ’ τον καημό που τα βαραίνει.

Κι αναστενάζω
έχω πολλά ακόμη να κάνω
στα άσπρα δωμάτια με καλώδια
ταξίδια που δεν προγραμμάτισα
κι ήρθε η στιγμή να κάνω.
Θα’ ναι οι μέρες μου
μέρες χαράς ή απελπισίας;
θα ‘ναι ταξίδι στη γη
ή στα ουράνια;
λόγια παρήγορα θα ‘ναι
ένα χαμόγελο και δυο κουβέντες
κι ύστερα σαν κλείσει η πόρτα
που να τραβήξω;

Αναπολώ τα περασμένα
την ξεγνοιασιά
την ηρεμία
τον ουρανό μου..
τώρα που άρχισα να κάνω όνειρα
πριν το γκρεμό ένα βήμα βρέθηκα.

Με πιάνει μια βραχνάδα τώρα,
αλλά ποιος νοιάζεται
αν για μένα το καλοκαίρι μου ήταν χειμώνας,
αν μαύρες οι μέρες μου έγιναν..
κι η ελπίδα μου άσβεστη φλόγα να θέλω,
να βρω κουράγιο
να συνεχίσω κι αύριο.

tuki

24 Ιουλίου 2012

μοιραίο ψέμα


Ο αδύναμος χτύπος της φλέβας, τρεμοσβήνει.
Ένας ψίθυρος, μια λέξη.. χάνομαι.
Στράγγιζε το αίμα, επέστρεφε.. έστω και ψεύτικα
να αντικρύσω τη στρόφιγγα της ζωής,
να φύγουν τα φαντάσματα, να προλάβω.
Τελειώνει το οξυγόνο βουλιάζω κι εγώ
μες στα λασπόνερα δεν έχω μάσκα.
Σ’ ένα ψέμα φυλακίστηκα,
ένα όλο κι όλο, μοιραίο ψέμα κι έχασα τον κόσμο.
Ολόγυμνη μπροστά στα αυστηρά βλέμματα με βασανίζουν,
έτοιμα είναι πάλι να με πυροβολήσουν.
Εγώ ένα άγαλμα από πόνο,
πως να σωθώ από το θυμό τους, την οργή, το μίσος..
Μάτια γεμάτα σφαίρες
αυτές τις ώρες μ’ έχουν γαζώσει
τέλειωνε το θαύμα, δεν εισακουγόταν η συγνώμη.
Πως έσβηνα, σπασμένη στα δυο,
Ξεγελάστηκα..
Δεν μπορεί να είμαι εγώ,
είναι η σκιά μου πριν την απογοήτευση του τέλους..

Ουρανέ δέξου τα δάκρυα μου για ένα ψέμα
δεν έχω άλλη φωνή, σβήνω..

tuki


9 Ιουλίου 2012

μάτια της φαντασίας


Μάτια σιωπηλά, ασάλευτα
Εσείς αγκαλιάζετε φιλάτε δυο μάγουλα, Σεις κρύβετε το δάκρυ στην άκρη, Σεις ρωτάτε, αν είναι μαρμαρωμένο το ακρωτήρι. Εσείς! πλάθετε την ασπράδα του ουρανού.
Ξέρετε επακριβώς την αξία
συμπληρώνοντας κάθε εικόνα. Εσείς! μαρτυράτε τις σκέψεις του νου.
Μείνατε στήλες στον κρυφό σκεπτικισμό
ώσπου η δική σας σιωπή συγκρούστηκε με τη σιγή του σύμπαντος. Μιλήστε, πείτε κάτι.. Περιπλανηθείτε σαν μυστικός θίασος.
Μάτια της φαντασίας
μήπως ήπιατε ζεστό κρασί, μήπως μεθύσατε από τον αλαφρό αέρα; Κοιτάξτε, έχω μπόλικη υποκρισία κρυμμένη μέσα μου. Σας ξέρω καλά.. άλλοτε όλο προσποίηση κι άλλοτε με αδελφική αγάπη, ακόμη δεν λυτρωθήκατε από αυτές τις άγουρες συναισθηματικές εκδηλώσεις..
Μες στον αγέρα του νυχτερινού βουνού
που ευωδιάζει θυμάρι και ρετσίνι γεύτηκα το χρυσό σταφύλι λέω πως φταίω εγώ, που σας λογάριασα ισάξιά μου.
Για σας, τα χέρια μου έγδαρα όταν κουβάλαγα κοτρώνες.
Για σας, δεν ίσιωσα την πλάτη μου να ξαποστάσω να φτιάξω τη ζωή, ν’ αγγίξω τ’ αστέρια από ψηλά..
Εσείς, δυο σφαίρες ασάλευτες
ξεκόψατε την γαλήνη, γίνατε παγερά σαν πέτρα, χιμήξατε με βιασύνη στης ψυχής τα τρίσβαθα.
Που να κρυφτώ,
που να σταθώ, κόρη ναυαγισμένη στον καθρέπτη είδωλο δεν αντικρίζω. Ζέψατε τον καιρό, οκτώ καλοκαίρια μετράω. Το χρυσάφι της φλόγας που έλιωνε από χαρά φυλακίσατε, Εσείς, κλέψατε το χορό της καρδιάς που τραγουδούσε γέμισε η νύχτα σιωπή.
Μην είστε απόμακρα,
στο αυτοκίνητο έχω πατήσει τη μίζα, τα φρένα δεν ξέρω αν θα πιάσουν στον γκρεμό.. Μάτια κλειστά ανοίξτε, στα σκαλοπάτια της πόρτας έχω μια βαλίτσα να με προϋπαντήσετε..
tuki

6 Ιουλίου 2012

φίδι ο πόνος


Έδειχνε πως δεν είμαι γερό σκαρί
ένιωθα τις ύπουλες επιθέσεις του. Με στρίμωχνε σαν βράχος κι έχανα τα φιλιά της ζωής. Με περιέπαιζε, με έλεγχε, μέτρωγε την υπερηφάνεια. Φαινόταν ασήμαντος μα με κάρφωνε στην καρδιά σαν φλόγα μ’ έκαιγε, σαν μπόρα δυνάμωνε συννέφιαζε το πρόσωπό μου. Ομπρέλα άνοιγα, σκόρπιζα ολόγυρα μες στο πλήθος, ήλπιζα πως αν τον έκανα φίλο δεν θα με πόναγε σαν εχθρό έτσι μέσα στην τσέπη μου τον έβαλα..
Σ’ ένα πύρινο σύννεφο έστρωσα να περάσω,
τη μοιραία στιγμή, πριν με ξεπουλήσει στον θάνατο. Έσφιξα τα μάτια, μου φάνηκε αιώνας το σώμα μου άφηνε το χώμα προς το άγνωστο, το φως χανόταν. Σκοτάδι.. παραισθήσεις δεν είχα φτερά, φίδι ο πόνος μια σχισμή τα βλέφαρα μου απ’ τη μέθη της νάρκης.
Ζούσα ή πέθαινα
στα διλλήματα ξεψυχούσα, κρύωνα.. κανένα χέρι να με σώσει μήτε η αγάπη… tuki

11 Ιουνίου 2012

διαπίστωση


Όσο φτιάχνω τόσο σκορπίζομαι,
παντού ελαττώματα και επιδιορθώσεις μου προκαλούν δυστυχία. Δυσκολεύουν τη ζωή κι ο χρόνος ξοδεύεται χωρίς μια στάλα ευχαρίστηση.
Ζητώ να φτάσω στην ευτυχία.
Λέω πως συμπληρώνω τα κενά, βάζω κορδέλες τα κουκουλώνω με πολύχρωμο χαρτί, πόσο γελοία φαντάζουν όλα.
Κι έχω στην αγκαλιά μου τον ουρανό με τα πουλιά,
κι έχω το φεγγαρόφωτο τις νύχτες, πόσο φτηνά φαντάζουν τα κοινά.. Φτάνει μια ασβεστωμένη κάμαρη με μπλε πατζούρια να ξυπνάς και να βλέπεις ουρανό, δίπλα στο κύμα.
Πως θέλω τα όνειρά μου να ντύσω
να μη μετρώ αντίστροφα όπως παλιά, να μη λέω δύο ή πέντε.. ακόμα κι η ψυχή ελεύθερη να πεταρίζει.
Μέσα στο χώμα να τρυγώ
τις λίγες μου αναμνήσεις δίπλα στα βράχια, στους αχινούς πετώντας πέτρες από τη χούφτα μου στο κύμα..
tuki


24 Μαΐου 2012

κι ο θεός απών


Ξαφνικά ένας φουριόζος άνεμος φύσηξε
εκδικητικός, έκανε θρύψαλα το τζάμι, λιώνει τη παρθενική σάρκα. Το ουρλιαχτό της ακούγεται λυγάει και νεκρούς.
Ουρλιάζει συλλαβιστά η κόρη,
τα χέρια της στο γυμνό στήθος διπλωμένα πληρώνει το τίμημα της χαμένης αγάπης, κομματιάζεται στα αγκομαχητά.
Τα παραθυρόφυλλα σείονται
σαν να καλούνε βοήθεια, τα σεντόνια ματώνουν, το φεγγάρι κρύφτηκε μα εκείνος δυναμώνει.
Λεύτερος λεηλατεί κι άλλο τη ψυχή της
μανιάζει να καλύψει το κλάμα, βροντά. Ξυραφίζει την καρδιά που πεθαίνει, μα δεν υπάρχει κανείς να λυπηθεί την κόρη; κανείς; κι ο θεός απών..
Είναι αυτό το άδικο
που δεν βρίσκει απαντήσεις που συνθλίβει που όλοι κρύβονται, μένει το βλέμμα στο κενό στο παραθυρόφυλλο, στην προσευχή στην κακιά στιγμή που θάφτηκε στη μνήμη, στον ύπνο μήπως δεν ξυπνήσει.
Τα ασημένια φτερά χάθηκαν,
αργόσβηνε η νύχτα στον εφιάλτη που έβαψε τον χρόνο, βρώμισε ο αέρας έφερε την καταστροφή.
Μια αγκαλιά ζεστή,
φωτεινή, φιλόξενη, μια αγκαλιά σαν σπηλιά φάνταζε ο άντρας του ονείρου της που την ταξίδευε στη μαγεία, που έφτανε ένα κοίταγμα για να ξεσηκώσει το κορμί της έρωτα.
Μα μόλις ένιωσε τον πρώτο σπασμό, πετάχτηκε αλαφιασμένη..
όνειρο ήταν! ο νους της έτρεχε.. το πρόσωπό της κάταστρο, μισάνοιχτο από την πίκρα, νεκροστολίστηκε να ξεστρατίσει στο απαγορευμένο άδυτο της κόλασης, εκεί που ήταν ξανά άνθρωπος..
το θεριό δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα της καρδιάς..
tuki




12 Μαΐου 2012

φτάνει μια στιγμή


Ύστερα έφτασε μια στιγμή, μόνο
τα μάτια σου να δω, πριν χάσω την ελπίδα μέχρι που η φωνή ράγισε από απελπισία για κάθε εμπόδιο που μας κρατάει χώρια.
Δεν είναι που γονάτισα από τις δυσκολίες
είναι που ένιωσα ότι έπιανα, στάχτη γινόταν και μέσα από την στάχτη εγώ έβλεπα να ξεφυτρώνει κόκκινη η παπαρούνα.
Κι ήρθε το παράπονο με τα γιατί
ο πόνος να φεύγει με αναστεναγμό χωρίς να μπορώ να σηκώσω κεφάλι λες κι όλα εδώ ήταν καταραμένα.
Είναι η μάγισσα ή ο θάνατος
αυτός που γυρίζει τη ρότα κι όλα κυλούν αργά και μαραζώνει όποια ελπίδα ανατέλλει στον ορίζοντα ώσπου γίνεται αέρας.
Κι ύστερα μένει η μορφή ασάλευτη
με τα δυο μάτια υγρά και μια θλίψη που τις δίνει μια απίστευτη ομορφιά λες και την τρέφει ο πόνος.
Τικ τακ η καρδιά μα τώρα σιωπά
νεκρώνονται όλα μέχρι το επόμενο στάδιο που ο καθένας περνά μόνος.
Και με κοιτάς βαθιά μέσα στα μάτια
φτάνει ένα χάδι, μια αγκαλιά κι ας είμαστε όπως είμαστε, είναι που αυτό θέλει ο θεός.
Οι άλλοι επειδή με αγαπούν
κρατούν αυτό που είναι για μένα κι εμένα μου μένει ένα βάσανο δεν έχει γιατρειά μαζί με τον αέρα.
Και φτάνει μόνο μια στιγμή
τα μάτια σου να δω, να πάρω ζωή μέσα από τον πόνο μέχρι να μη νιώθει τίποτα πια το άψυχο σώμα.
tuki

1 Μαΐου 2012

είναι αργά


Σε  σένα μιλώ
που γέρνεις να μαζέψεις τις στάλες βροχής από τα βλέφαρά μου όταν είμαι μονάχη μου στην αστροφεγγιά.
Σ’ ένιωσα μα δεν πρόφτασα
να δω το πρόσωπό σου, στεκόσουν και τα κέρινα μακριά δάχτυλά σου μάζευαν τα ξέφτια της ζωής.
Μη φύγεις! Μη φύγεις! σου φώναξα
μα ήδη περπατούσες πάνω στο νερό όπως περπατώ εγώ στο χώμα.
Ήθελα απόψε να μεθύσω
όχι με κρασί αλλά με φαρμάκι γιατί οι μοίρες είπαν είναι αργά, η ευτυχία πέρασε από δίπλα μου αλλά με προσπέρασε..
tuki



11 Μαρτίου 2012

ίσως..


 Άκουγα την καμπάνα να χτυπάει κι η ψυχή μου έβρισκε γαλήνη μα τώρα μου τρυπούσε το αυτί, ο ήχος της βασανιστικός σφυροκοπούσε το μυαλό κι αόρατα χέρια με κρατούσαν δεμένη στο γραφείο, στις σκέψεις που σαν κύμα βασάνιζαν το σώμα. Κι ο ίλιγγος με παρέσυρε στην απώλεια των φτερών μου και θρηνούσα. Έχανα τον εαυτό μου κι όλα αυτά που κυμάτιζαν στο θόλο του ουρανού μου, αρκεί άραγε μια ευχή, να φέρει την χαραυγή στη μέση της νύχτας; να τάξεις ένα τάμα για να φύγει το σκοτάδι, η πέτρα που σε πάει στον πάτο. Κι αύριο να ανατρέψω τα γεγονότα με όποια σειρά ξετυλίξω το κουβάρι στο καινούργιο αίνιγμα της ζωής.

Αυτή είναι η νέα σου σύμβαση να την υπογράψεις μου ανακοίνωσαν και νεκρώθηκε το σύμπαν στα μάτια μου.. σταύρωσα τα χέρια μου να κρύψω που έτρεμαν, πήρα το χαρτί τα γράμματα χόρευαν στα μάτια μου, κοίταξα τη φωνή που μου μίλησε και χαμογέλασα στο πόνο που ξέσχισε την καρδιά μου..

Πως μ’ άφησε η χαρά σαν σκόνη και πως ξεχείλωσε ο χρόνος στη θλίψη; μέσα σε δευτερόλεπτα μια υπογραφή με καθήλωνε στη μιζέρια..

Κι όσο θυμάμαι από παιδί έβαζα ψηλά τον πήχη, να ξεχωρίζω ήθελα κρύβοντας την ευαισθησία έκανα πως είμαι δυνατή. Τώρα πώς να κρατηθώ από τις λέξεις ότι δεν με στενοχωρούν τα σύννεφα, πως ανασαίνω ελεύθερα πως όλα θα’ ναι όπως πρώτα; μα το βλέπω ότι δεν είναι. Πώς να ανοίξω τα φτερά μου κόντρα στον αέρα, θα πετάξω ή θα γκρεμιστώ; όλο το πρωί κοιτούσα τα πουλιά, ένιωθα κάτω από τα βλέφαρά μου μια ζήλια που εκείνα πετούσαν ενώ για μένα ήρθε η συντέλεια του κόσμου.

Μ’ άκουγε η φίλη μου μέρες τώρα κι έλεγε να μη το παίρνω κατάκαρδα, όπως όλοι θα ζω κι εγώ με ψίχουλα.. τα μετρούσα έκανα υπολογισμούς, δεν έφταναν, τι να κόψω που όλα κομμένα είναι; έλεγε θα το δεις, μ’ ακουμπούσε στον ώμο και δυσανασχετούσα ακόμη πιο πολύ.. μερόνυχτα να πονοκεφαλιάζω. Τέλος δηλαδή, ως εδώ ήταν.. δεν βρίσκω ούτε μια λέξη παρήγορη να δραπετεύσω τη βαμμένη με χρώματα του εφιάλτη.

Έγινε η σιωπή θηλιά από κείνες που ο χρόνος μεγαλώνει την οδύνη. Ένας απαγορευμένος παράδεισος οι ελπίδες, η πλεκτάνη που βούλιαξαν τα όνειρα στα μάτια τα δικά μου. Κι έρχεται το παράπονο το πρώτο στο στόμα χωρίς να παίρνω απάντηση, γιατί Θεέ μου; γιατί μ’ αφήνεις να βουλιάζω, τι έκανα για να τιμωρηθώ, να βλέπω ότι αγαπώ να μην μπορώ να το αποκτήσω.. δεν είναι που θέλω να μου το χαρίσουν αλλά γιατί να μην μπορώ στο αύριο να ελπίζω.. πώς να λησμονήσω τη γη που χάνεται κάτω από τα πόδια μου, τη μοίρα που μ’ ερημώνει σ’ ένα αργό θάνατο.. παράνοια η απόφαση των δυνατών, ο εξαναγκασμός της πανούργας λογικής που σου υπαγορεύει, τα απίστευτα της ζωής και καρτεράς. Τη χρωστούμενη ευτυχία που στην πήραν ενέχυρο τώρα τι να βρει η ψυχή να υπηρετήσει. Τα άχρωμα όνειρα δοκιμάζουν τα όρια, κόβεται η χολή να βλέπω πως χάνεται από το ορίζοντα το λιμάνι μου.. κι είναι σαν να μου έστησε μέρες καρτέρι ο πόνος, σαν να παραμόνευε κι έφτιαχνε φιγούρες στον καθρέπτη μόνο που τις έβλεπα θαμπά.

Μ’ έπιασε κρίση πανικού σαν να με κυνηγάνε φαντάσματα. Κατέληξα να μονολογώ με τσακισμένη υπερηφάνεια να μην μπορώ να καταλαβαίνω την ερμηνεία των όσων γίνονται.. αν μπορούσα να αποκτήσω φως, αν τ’ άστρα κι η σελήνη μ’ αγκάλιαζαν θα πίστευα ότι αξίζει να συνεχίσω. Ρίγη του ψύχους απλώθηκαν στο νου κι η μνήμη μου έψαξε να βρει πότε ήμουν ευτυχισμένη. Χάθηκα μέσα στην ομίχλη γεμάτη αγωνία μη βρίσκοντας απάντηση. Λούφαξα στο ίσως, να βρω μια άκρη.. στο πρόσωπο που με κορόιδευε στον καθρέπτη.. ίσως σκέφτηκα.. η άνοιξη πάρει μακριά τον χειμωνιάτικο αέρα, ίσως κάπου εκεί να είναι τα χαμένα φτερά μου..

tuki, 11/3/2012 

 

6 Μαρτίου 2012

ξέσπασμα …


ξέσπασμα τ’ απομεσήμερο
ήταν οι κεραυνοί του ουρανού κατακλυσμός η οργή του.
έκρουσε τις φτερούγες του
ο άγγελος του θανάτου δυνάμωσε ο αέρας ξέσπασε στα παραθυρόφυλλα.
γέμισε σκοτεινιά
οι ψυχές σώπασαν από το κακό που παραμόνευε.
κι εσύ βυθίστηκες
σαν ακυβέρνητο καράβι που ξέβρασε η καταιγίδα στης αμμουδιάς την άκρη κι έμπαζες νερά.
λυσσομανούσε κι έδερνε
η βροχή το πρόσωπό σου χωρίς να μπορείς να σβήσεις το φόβο από την καρδιά σου ποια να’ ταν η δύστυχη ψυχή;
κι ύστερα φάνηκε
για λίγο η μπουνάτσα απόδραση ή όνειρο ήταν λούφαξαν τα πουλιά, κι έμεινε ο αφρός που άφριζε στην άκρη της θάλασσας σαν γέμισε ο τόπος άσπρες μπάλες χαλάζι.
κι οι μοίρες μονολογούσαν
κι έγνεφαν τη ρόκα έφερναν σβούρα το αδράχτι σφίγγοντας κι άλλο το νήμα για το σύμπαν που παραβιάζεται απ’ τους κοινούς θνητούς.
tuki


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου