Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Μαύρες οι μέρες ντύθηκαν

Μαύρες οι μέρες ντύθηκαν


Δυο μάτια θλιμμένα γύριζα,
ζητούσα να λύσω τον γρίφο της εποχής του σκότους. Γροθιά στα σπλάχνα ένιωθα, έτριζαν τα κόκαλα, εκείνοι διψούσαν, άρχισαν οι μέρες του σκότους, καταχνιά θέριζε τυφλά το καλοκαίρι. Ποιος νοιάστηκε για τον σπαραγμό, το αλμυρό δάκρυ, τη γη που στέρευε, τις άδειες πέτρες; Μαύρες οι μέρες ντύθηκαν σαν μαυροφορεμένες γυναίκες που σταφίδιαζε ο πόνος. Στο βάθος χρόνο ο καβαλάρης, κέρασε τα χείλη του ζωντανό ζεστό αίμα. Σήμερα στέφθηκε άρχοντας.
Ο ήλιος πυρώνει μα το σίδερο είναι πιο καυτό
επάνω στη γυμνή σάρκα που γέρνει κουρασμένη κι αφήνει πίσω της σημάδια στο τόπο. Φεύγει η ζωή, αγάλματα χλωμά οι ψυχές, όσο μπορούν αντιστέκονται. Άδεια τα μάτια στις κόγχες, βραχνή η σιωπή τους , νεκρή η ελπίδα. Βούιζε ο τόπος, απειλές, φωνές, κι η μοίρα ότι έγραψε δεν ξεγράφει, λαδώθηκαν τα γρανάζια, κίνησαν. Νέα εποχή, νέα τάξη πραγμάτων η εποχή του σκότους σφραγίστηκε, φεύγει η ζωή.. ο μαύρος καβαλάρης θερίζει.
tuki


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου